EverySunday
 
Μπιλιμπόη Part 3 , by Cydon
Go to: Part 1 - Part2
 

 

 

Χαϊδεύει τη χαίτη του και χάνεται στο άρωμά της. Με τις άκρες των δαχτύλων του χαϊδολογά τη ράχη του. Το πιάνει σφιχτά από τους μηρούς και το καβαλά. Είναι ένα υπέροχο ανοιξιάτικό πρωινό, ο αέρας είναι ζεστός και καθαρός, ο ήλιος ζεσταίνει και δίνει ζωή στα πάντα, μικροί υπέροχοι ήχοι γεμίζουν τον αέρα, οι δυο τους καλπάζουν και καλπάζουν και καλπάζουν...Οι ανθισμένες φραουλιές, οι κάτασπρες αμυγδαλιές, δύο σκιουράκια κυνηγιούνται, ένα ελάφι ξεδιψά στη σκιά του πλατάνου, παντού η ζωή στήνει το πανηγύρι της, και οι δυο τους συνεχίζουν να καλπάζουν και να καλπάζουν και να καλπάζουν...Φτάνουν σε ένα ξέφωτο, ένα άνοιγμα με καταπράσινο χορτάρι και ένα κελαρυστό ρυάκι, περικυκλωμένο από αρχαίες οξιές, ξεκαβαλικεύει, γεμίζει τις χούφτες του νερό και το φέρνει στο στόμα του Κεραυνού, αυτός πίνει όλος ηδονή, το νερό γρήγορα τελειώνει από τις χούφτες και το άλογο με την τραχιά του γλώσσα τώρα γλύφει τις παλάμες του πατέρα, η αίσθηση είναι απερίγραπτη, τρέμει σύγκορμος και δακρύζει από χαρά, έπειτα ξανακαβαλά τον Κεραυνό, και οι δυο τους καλπάζουν και καλπάζουν και καλπάζουν...

Ο ήλιος ανατέλει πίσω από τις καταπράσινες βουνοπλαγιές της Ορτάνδης. Είναι ένα εξαίσιο πρωινό. Ο Μπιλιμπόης ξυπνά έπειτα από έναν ταραγμένο, γεμάτο εφιάλτες ύπνο. Η υγρασία της σπηλιάς τον ανάγκαζε να σηκώνεται όλο το βράδυ για κατούρημα, και όλο το βράδυ αντίκρυζε το ίδιο θλιβερό θέαμα: Ο Κεραυνός, δεμένος σε ένα βράχο, άγρυπνος, να κοιτάζει το τίποτα και να κλαίει.


‘Κλαις, ε;...τώρα θα δεις πως είναι να πονάς για την χαμένη αγάπη...τώρα θα καταλάβεις κωλοάλογο πως ένιωθα εγώ κάθε βράδυ όταν ο εραστής σου με έδιωχνε...το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι με τη Μιράντα, τόσο πολλά ζήτησα; Αλλά όχι, ο καταραμένος ο Αλμπίνος έπρεπε να με εξευτελίζει έτσι κάθε φορά, έπρεπε να με λερώνει μόνο και μόνο επειδή τόλμησα να αγαπήσω την κόρη του. Αλλά...αλλά!’


Ο Κεραυνός άκουγε τη γεμάτη μίσος και εκδικητικότητα φωνή του Μπιλιμπόη και αναλωνόταν σε λυγμούς ολοένα πιο γοερούς, ολοένα πιο βαθιά πονεμένους. Μέσα του έτρεμε, τα’χε χαμένα...θα "ξανάβλεπε" τον πατέρα, ή έμελλε να αφήσει τα κόκαλά του σε αυτή την υγρή, απαίσια σπηλιά; Δεν άντεχε στη σκέψη του να μην ξανανιώσει τα στοιβαρά χέρια του πατέρα στα καπούλια του. Δεν τον πείραζε να πεθάνει, δεν τον απασχολούσε καν, αρκεί να ξανάσμιγε με το ταίρι του...και τότε, για πρώτη φορά, άρχισε να υποψιάζεται τι μπορεί να ένιωθε ο Μπιλιμπόης για τη Μιράντα...αχ να μπορούσε μόνο να μιλήσει...


Ο Μπιλιμπόης βεβαιώθηκε ότι ο Κεραυνός ήταν καλά δεμένος, του έριξε ένα χαστούκι, μεταμφιέστηκε σε γριά που κουβαλά ξύλα, και βγήκε από τη σπηλιά. Άρχισε να κατηφορίζει προς το χωριό, στενάζοντας υπό το βάρος των ξύλων - είχε φορτωθεί δύο δεμάτια. Τέσσερις ώρες αργότερα τα πρώτα σπίτια της Άνω Σκατομπέρμερης εμφανίστηκαν, κίτρινα και μισογκρεμισμένα.

 

Συνεχίζεται...

 
 
Η βλακεία είναι πρόοδος.